βραχνάδα

βραχνάδα
η
η βράχνα, το βράχνιασμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βραχνάδα — Αλλοίωση της φωνής, κατά την οποία χάνει τη συνήθη χροιά και το ύψος του ήχου της. Συναντάται συχνότερα σε παθήσεις των φωνητικών χορδών, όπως οι λαρυγγίτιδες και οι νεοπλασίες, αλλά ενδέχεται να οφείλεται και σε βλάβη του παλίνδρομου νεύρου, που …   Dictionary of Greek

  • βραχνιάζω — 1. κάνω κάποιον να πάθει βραχνάδα, προκαλώ βραχνάδα 2. γίνομαι βραχνός, έχω βραχνάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αμάρτ. ενεστ. οριστ.) *βραγχιάζω (μαρτυρείται μόνο στην ευκτική, βραγχιάζοισθε «πνίγοισθε», στον Ησύχιο), παρεκτεταμένος τύπος του βραγχιώ*] …   Dictionary of Greek

  • άκερχνος — ἄκερχνος, ον (Α) [κέρχνος] 1. αυτός που δεν έχει βραχνάδα 2. αυτός που θεραπεύει τη βραχνάδα …   Dictionary of Greek

  • κερχνώδης — κερχνώδης, ῶδες (Α) [κέρχνος)ΙΙ)] 1. τραχύς, όχι λείος, ανώμαλος στην επιφάνεια («ἀγγεῑα κερχνώδη» ανάγλυφα αγγεία) 2. βραχνός 3. αυτός που προξενεί βραχνάδα («βρῶμα κερχνῶδες» τροφή που φέρνει βραχνάδα, Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • βραχνιάζω — ιασα, βραχνιασμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να πάθει βραχνάδα: Το πολύ τραγούδι με βράχνιασε. 2. αμτβ., γίνομαι βραχνός, έχω βραχνάδα: Από το κρύο βράχνιασα και έχω βήχα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βράγχιο — το (AM βράγχιον) συνήθως στον πληθ. βράγχια, τα τα αναπνευστικά όργανα υδρόβιων και ψαριών αρχ. 1. το πτερύγιο του ψαριού 2. βρόγχος του αναπνευστικού συστήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βράγχος «βραχνάδα». Η σημασιολογική εξέλιξη που παρατηρείται στο …   Dictionary of Greek

  • βράγχος — βράγχος, ο (Α) βραχνάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εκφραστικό σχηματισμό και συγχρόνως όρο της τεχνικής ορολογίας, άγνωστης ετυμολ. Χωρίς ισχυρή βάση παραμένει ο συσχετισμός με τον αόρ. βραχείν ηχήσαι, ψοφήσαι (Ησύχ.) (πρβλ. ήδη ομηρ. βράχε /… …   Dictionary of Greek

  • βράχνιασμα — το [βραχνιάζω] η βραχνάδα …   Dictionary of Greek

  • βραγχώδης — βραγχώδης, ες (Α) [βράγχος] 1. αυτός που είναι ευαίσθητος στον λαιμό και βραχνιάζει εύκολα 2. εκείνος που προξενεί βραχνάδα …   Dictionary of Greek

  • δασυσμός — δασυσμός, ο (Α) [δασύνω] φρ. «δασυσμοὶ φωνῆς» τραχύτητα, βραχνάδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”